Γάμμα.
Τα μισοφέγγαρα υποχωρώ στους απέραντους δρόμους του εγώ σου και σε φαντάζομαι νωθρό να υποκύπτεις στις γωνίες.
Σαν από μηχανής θεός με τρεμάμενα χέρια, να ζητιανεύεις για ένα στυλό που θα κατευνάσει τις λέξεις που στριμώχνονται κάτω από τη μαυρισμένη σου ψυχή.
Λέξεις που τους αρκεί μια κόλλα χαρτί.
Και μετά...μετά η Λύτρωσις.
Τα μάτια σου να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι και τα δακρυά σου-μικρές σταγόνες από ουίσκι.
Σώθηκες ξανά!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)